- ήθος
- το (AM ἦθος)1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος2. στον πληθ. τα ήθηο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν και διαμορφώνονται βάσει τής ψυχικής τους ιδιοσυγκρασίας, ο κοινωνικός τρόπος ζωής (α. «τα ήθη των αρχαίων» β. «τα ήθη τών μελισσών» γ. «βελτίων ἐστί [ο Λεπτίνης] τῆς πόλεως τὸ ἦθος», Δημοσθ.)3. οι άγραφοι θεσμοί που καθιερώνονται σε κάθε κοινωνία και αναλογούν στις εκάστοτε αντιλήψεις για το τί είναι ορθό και πρέπον (α. «η δημοσίευση άσεμνων εικόνων αποτελεί προσβολή κατά τών ηθών» β. «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί», Μέν.)4. διάθεση, ψυχική ιδιότητα ή κατάσταση (α. «τὸ ἦθος πρᾷος», Πλάτ.)β. «με ήθος γλυκύτατον... τού απεκρίθη»)5. α) εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό, φυσιογνωμία («νεράιδας ίδιας ήθη», Πανώρ.)β) χαρακτηριστικάγ) η εξωτερική όψη, η έκφραση τού ατόμου σε ορισμένη στιγμή (α. «ἱλαρὸν δὲ τὸ ἦθος», Ξεν.β. «τό ήθος της (είχε) αγάπην», Διγεν. Ακρ.)6. στάση, συμπεριφορά («μην αλλάζεις ήθος»)νεοελλ.1. ψυχική δύναμη2. συνήθεια3. στον πληθ. τα ήθητα καμώματα, τα νάζιααρχ.1. (για ζώαμετά τον Όμ. και για ανθρώπους) τόπος διαμονής, τόπος μόνιμης εγκατάστασης, κατάλυμα, ενδιαίτημα, κατοικία, στέκι2. (ειδ. για τον ήλιο) ο τόπος από όπου ξεκινά τακτικά, η συνηθισμένη αφετηρία του («ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῑλαι» — έλεγαν ότι ο ήλιος ανέτειλε έξω, μακριά από την κανονική του αφετηρία, Ηρόδ.)3. ο ηθικός χαρακτήρας κάθε ατόμου4. ο χαρακτήρας τού ανθρώπου ως αποτέλεσμα έξεως («ἦθος ανθρώπῳ δαίμων», Ηράκλ.)5. (ρητ.) η εξωτερίκευση τού χαρακτήρα και τής ψυχικής διάθεσης ή η μίμηση τού χαρακτήρα κάποιου ατόμου με μορφασμούς τού προσώπου6. (για έργα τέχνης) έκφραση, ηθική εντύπωση («ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφή οὐδέν ἔχει ἦθος», Αριστοτ.)7. (για μουσική) το ύφος, ο ιδιαίτερος αισθητικός χαρακτήρας κλίμακας ή οργάνου8. πρόσωπο τού δράματος9. (για πράγματα) φύση, είδος10. ηθικό δίδαγμα11. στον πληθ. τὰ ἤθη και ἤθεαα) κατάλυμα ζώων, στάβλος, αχούριβ) χοιροστάσιογ) (για λιοντάρια) σπηλιά, κρησφύγετοδ) (για πτηνά και ψάρια) φωλιάε) (για δέντρα) ο τόπος όπου αυτά ευδοκιμούνστ) (για την ψυχή ή για την ανθρώπινη υπόσταση) το ιδιαίτερο γνώρισμα, η ενυπάρχουσα ιδιότητα («ἔν τε τῇ ψυχῇ καλὰ ἤθη ἐνόντα», Πλάτ.)12. φρ. α) (και για ζώα) «ἐμφυὲς ἦθος» — η διάθεση ή η ενέργεια που προέρχονται από το ένστικτοβ) «τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος» — η ψυχική διάθεση, η ροπήγ) «ὀφθαλμῶν ἤθη» — η έκφραση τού βλέμματοςδ) «ἐν ἤθει»i) με κοσμιότητα, με ευπρέπειαii) με έμφασηiii) συμβολικά, μεταφορικάiv) επιδεικτικά, με ρητορικό τρόποε) «μετὰ ἤθους»i) συμβολικάii) με έμφαση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *swēdh, από την οποία προέρχονται στις διάφορες ΙΕ γλώσσες πάμπολλες λέξεις με διάφορες σημασίες, όπως «συνήθης τόπος διαμονής», «συνήθεια», «είδος» κ.ά. Η ρίζα ηθ- εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της (-ωθ-) στον παρακμ. είωθα και τη συνεσταλμένη της στο έθος (εθ-). Η λ. ήθος απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -ήθης. Η διαφοροποίηση τής σημασίας τών ήθος «χαρακτήρας» και έθος «συνήθεια» έγινε από τους αρχαίους ήδη χρόνους.ΠΑΡ. ηθικόςαρχ.ηθαίος, ηθάς, ηθείος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ηθογράφος, ηθοποιόςαρχ.ηθολόγος(Β' συνθετικό) αήθης, ασυνήθης, ευήθης, κακοήθης, καλοήθης, συνήθηςαρχ.ακακοήθης, γυναικοήθης, επισυνήθης, κακήθης, λατινοήθης, μωροκακοήθης, ομήθης, ομοήθης, πολυήθης, συνομήθης, υπερευήθης, υποκακοήθης, φιλοσυνήθης, χειροήθης, χοροήθης, χρηστοήθης].
Dictionary of Greek. 2013.